πρωτοτρόφος

πρωτοτρόφος
ο / πρωτοτρόφος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. όρος που αναφέρεται στα βακτήρια που μπορούν να συνθέσουν όλους τους μεταβολίτες οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αύξησή τους
αρχ.
1. αυτός που ανατρέφει το πρώτο του παιδί
2. αυτός που τρέφει τον πρώτο του καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτότροφος — first reared masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότροφος — ον, Α αυτός που τράφηκε πρώτος («πρωτότροφος κριός», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. πολύ τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτρόφου — πρωτότροφος first reared masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτρόφους — πρωτότροφος first reared masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότροφοι — πρωτότροφος first reared masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”